- Ιανός
- ο(λ. λατ.), θεός της ρωμαϊκής μυθολογίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ιανός — (Ianus). Θεότητα των Ρωμαίων. Από τον Ι. πήρε την ονομασία του ο πρώτος μήνας του έτους, ο Ιανουάριος (Ianuarius). Εκτός από την πρώτη ημέρα του έτους (καλένδες του Ιανουαρίου), ήταν αφιερωμένη σε αυτόν και η αρχή κάθε σημαντικής ημέρας (από τον… … Dictionary of Greek
Ιάνος Λουζινιάν — (Janus Lusignan, 1374 – 1432). Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, της Αρμενίας και της Κύπρου (1398 1432). Ήταν γιος του βασιλιά της Κύπρου, Ιακώβου Α’, τον οποίο διαδέχθηκε μετά τον θάνατό του. Μόλις ανέλαβε την εξουσία, επιχείρησε να ανακαταλάβει την… … Dictionary of Greek
Λάσκαρις, Ιανός — (Κωνσταντινούπολη 1445 – Ρώμη 1534). Λόγιος και διπλωμάτης· Υπήρξε ένας από τους δεινότερους ελληνιστές της Αναγέννησης. Ήταν απόγονος της παλιάς αυτοκρατορικής οικογένειας του Βυζαντίου και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης κατέφυγε στην… … Dictionary of Greek
Πετριανός — ή, όν, ΜΑ οπαδός τού αποστόλου Πέτρου μσν. μέλος μονοφυσιτικής δοξασίας («οἱ διαβεβαιούμενοι τὴν ὑπόστασιν μόνα εἶναι ἰδιώματα χωρὶς οὐσίας», Τιμόθ. Κων/π.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πέτρος + κατάλ. ιανός (πρβλ. Νερων ιανός, Παυλ ιανός)] … Dictionary of Greek
ηλεκτριανός — ἠλεκτριανός, ό (Μ) (ενν. λίθος) το ήλεκτρο, το κεχριμπάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο + κατάλ. ιανός (πρβλ. λεοντ ιανός, ταυρι ιανός)] … Dictionary of Greek
καλαματιανός — Ελληνικός χορός, ίσως ο δημοφιλέστερος, πιθανόν εξαιτίας του κεφάτου ρυθμού και των απλών βημάτων του. Αρχικά ο κ. αποτελούσε τον δεύτερο τύπο ενός επίσης πολύ δημοφιλούς ελληνικού χορού, του συρτού. Ο πρώτος συρτός ακολουθούσε το μέτρο των 8/8… … Dictionary of Greek
καστελιάνος — καστελλιάνος, ὁ (Μ) διοικητής κάστρου, διοικητής περιοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καστέλιον + επίθημα ιάνος (πρβλ. καθαρευουσ ιάνος, ρουφ ιάνος)] … Dictionary of Greek
καστριανός — καστριανός, ον και καστριγιανός, ον (Μ) αυτός που βρίσκεται μέσα σε κάστρο ή είναι μόνιμος κάτοικος κάστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστρο + κατάλ. ιανός (πρβλ. ακρ ιανός, λεοντ ιανός)] … Dictionary of Greek
κορτιανός — κορτιανός, ὁ (Α) στρατιώτης που ανήκε σε κοόρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρτη + κατάλ. ιανός (πρβλ. ταυρ ιανός, χριστ ιανός)] … Dictionary of Greek
λεοντιανός — λεοντιανός, ή, όν (Α) αυτός που γεννήθηκε στον αστερισμό τού Λέοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, οντος + επίθημα ιανός (πρβλ. αιγοκερ ιανός, ταυρ ιανός)] … Dictionary of Greek